ὑπεπιμόριος

ὑπεπιμόριος
ὑπεπιμόριος
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπεπιμόριος — και ὑποεπιμόριος, ον, Α (για αριθμό) αντίστροφος τού ἐπιμόριος*, που παριστάνεται με το κλάσμα x/x 1 ως αντίστροφο τού x 1/x. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐπιμόριος «αριθμός που περιέχει ένα ακέραιο κλάσμα με αριθμητή τη μονάδα»] …   Dictionary of Greek

  • ὑπεπιμόριον — ὑπεπιμόριος masc/fem acc sg ὑπεπιμόριος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεπιμορίου — ὑπεπιμόριος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεπιμορίους — ὑπεπιμόριος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεπιμόριοι — ὑπεπιμόριος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπεπιμερής — και ὑποεπιμερής, ές, Α (για αριθμό) αντίστροφος τού επιμερούς, υπεπιμόριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐπιμερής «αριθμός που περιέχει ακέραιο και κλάσμα»] …   Dictionary of Greek

  • υποεπιμόριος — ον, Α βλ. ὑπεπιμόριος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”